- ευχρημάτιστος
- εὐχρημάτιστος, -ον (Α)1. αυτός που έχει αφθονία χρημάτων, ο πλούσιος2. μτφ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά χαρίσματα3. ο καλός επιχειρηματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηματίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐχρημάτιστος — good man of business masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηματίστους — εὐχρημάτιστος good man of business masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρημάτιστα — εὐχρημάτιστος good man of business neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)